εἰκοτολογία

εἰκοτολογία
εἰκοτολογίᾱ , εἰκοτολογία
probability
fem nom/voc/acc dual
εἰκοτολογίᾱ , εἰκοτολογία
probability
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εἰκοτολογίᾳ — εἰκοτολογίᾱͅ , εἰκοτολογία probability fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εικοτολογία — η (Α εἰκοτολογία) η διατύπωση μιας άποψης κατά συμπερασμό, χωρίς βεβαιότητα …   Dictionary of Greek

  • εἰκοτολογίας — εἰκοτολογίᾱς , εἰκοτολογία probability fem acc pl εἰκοτολογίᾱς , εἰκοτολογία probability fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοτολογίαι — εἰκοτολογίᾱͅ , εἰκοτολογία probability fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοτολογίαν — εἰκοτολογίᾱν , εἰκοτολογία probability fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • εικοτολογικός — ή, ό (Α εἰκοτολογικός, ή, όν) αυτός που έχει σχέση με εικοτολογία ή προέρχεται απ αυτήν …   Dictionary of Greek

  • πιθανολογία — η, ΝΑ [πιθανολογώ] 1. πιθανολόγημα, λόγος ή γνώμη που στηρίζεται σε πιθανότητες 2. συνεκδ. υπόθεση, εικασία, εικοτολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”